- εβραιόπουλο
- Yahudi oğlu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
εβραιόπουλο — το (θηλ. εβραιοπούλα και οβριοπούλα, η) μικρός Εβραίος … Dictionary of Greek
Εβραιοπούλα — η ουδ. Εβραιόπουλο. το υποκορ. του Εβραίος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)